ιδιοπραγία — ἰδιοπραγία, ἡ (Α) 1. η ασχολία με προσωπικά πράγματα 2. η επιδίωξη ατομικών συμφερόντων 3. η ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πραγία (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πέ πραγ α), πρβλ. α πραγία, δυσ πραγία] … Dictionary of Greek
ἰδιοπραγίᾳ — ἰδιοπρᾱγίᾱͅ , ἰδιοπρᾱγία pursuit of private interests fem dat sg (attic doric aeolic) ἰδιοπραγίᾱͅ , ἰδιοπραγία pursuit of private interests fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοπραγίας — ἰδιοπρᾱγίᾱς , ἰδιοπρᾱγία pursuit of private interests fem acc pl ἰδιοπρᾱγίᾱς , ἰδιοπρᾱγία pursuit of private interests fem gen sg (attic doric aeolic) ἰδιοπραγίᾱς , ἰδιοπραγία pursuit of private interests fem acc pl ἰδιοπραγίᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοπραγίαν — ἰδιοπρᾱγίᾱν , ἰδιοπρᾱγία pursuit of private interests fem acc sg (attic doric aeolic) ἰδιοπραγίᾱν , ἰδιοπραγία pursuit of private interests fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιοπραγώ — ἰδιοπραγῶ, έω (Α) [ιδιοπραγία] 1. ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση («μηδὲν ἰδιοπραγεῑν παρὲξ τῶν προσταττομένων», Πολ.) 2. φροντίζω για τις δικές μου υποθέσεις ανεξάρτητα από τους άλλους, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε άλλο εκτός από τα… … Dictionary of Greek
ԻՆՔՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0856 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c գ. αὑτουργία per se ipsum facere. Գործելն ինքնին, կամ ձեռամբ իւրով. այլազգ յաստուած, եւ այլազգ յարարածս. *Ոչ եթէ տկարացել ինչ էր հայր առ արարածոց ինքնագործութիւն. Կոչ. ՟Ժ՟Ա: *Զի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)